ἀφρώδη

ἀφρώδη
ἀφρώδης
foamy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀφρώδης
foamy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀφρώδης
foamy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • καπουτσίνος — (I) και καπουκίνος, ο καθολικός μοναχός τού τάγματος τού αγίου Φραγκίσκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappuccino < cappuccio «κουκούλα»]. (II) ο καφές με γάλα σε αφρώδη μορφή πασπαλισμένος μερικές φορές με σοκολάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappuccino] …   Dictionary of Greek

  • μους — (I) η αφρός που χρησιμοποιείται για φορμάρισμα τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousse (βλ. λ. μους [ΙΙ]), λ. η οποία χρησιμοποιείται για κάθε αντικείμενο που έχει αφρώδη υφή]. (II) το ορεκτικό ή γλυκό έδεσμα με υφή πυκνού αφρού το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αφρόμετρο — Ειδικό χημικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πίεσης που εξασκούν οι φυσαλίδες του ανθρακικού οξέος, το οποίο περιέχεται στα αφρώδη κρασιά (σαμπανιζέ). Η ωρίμανση του κρασιού είναι ανάλογη προς την πίεση του ανθρακικού οξέος, που… …   Dictionary of Greek

  • αφροφόρος — (aprophorus). Γένος ομοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κερκοπιδών. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές και σπανιότερα στις εύκρατες. Μοιάζουν πολύ με τα τζιτζίκια και έχουν μικρό σώμα μέχρι 1 εκ. Έχουν σταχτί χρώμα με δύο ανοιχτόχρωμες ταινίες… …   Dictionary of Greek

  • κερκοπίδες — (cercopidae). Οικογένεια εντόμων που περιλαμβάνει άτομα μήκους 3 10 χιλιοστών, καστανού ή πρασινωπού χρώματος. Έχουν κοντές και ακανθοειδείς κεραίες, που φύονται μπροστά ή ανάμεσα στους σύνθετους οφθαλμούς. Τα έντομα αυτά ζουν σχεδόν σε ολόκληρο… …   Dictionary of Greek

  • τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”